- αζυγία
- ἀζυγία, η (Α) [ἄζυγος]μοναχική ζωή, άγαμος βίος, αγαμία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
несоупроужьѥ — НЕСОУПРОУЖЬ|Ѥ (1*), ˫А с. Безбрачие: И велико есть дв(с)тво и несупружьѥ. и со ан҃глы вчинену быти (ἀζυγία) ГБ XIV, 168а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
άζυγος — η, ο (Α ἄζυγος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν μπήκε κάτω από ζυγό («άζυγο μοσχάρι») 2. που δεν αποτελεί ζευγάρι, μόνος («άζυγα όργανα τού σώματος») αρχ. 1. αυτός που δεν υποβλήθηκε στον ζυγό του γάμου, ανύπαντρος, άγαμος 2. ασυνταίριαστος,… … Dictionary of Greek